Ουσιαστικό

επεξεργασία

gaffe (en)

  • η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gaffe gaffes

gaffe (fr) θηλυκό

  1. η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gaffe gaffes

gaffe (fr) θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) λαβή που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή/και ένα αγκίστρι. Χρησιμεύει για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gaffe gaffes

gaffe (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) προσοχή στην έκφραση: faire gaffe: προσέχω

Συγγενικά

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

gaffe (it)

  NODES