gaffe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgaffe (en)
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) λαβή που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή/και ένα αγκίστρι. Χρησιμεύει για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαgaffe (it)
- πληθυντικός του gaffa