girl
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαgirl < (κληρονομημένο) μέση αγγλική girle, αβέβαιης ετυμολογίας[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgirl (en)
- το κορίτσι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ girl - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.