give
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | give |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives |
αόριστος | gave |
παθητική μετοχή | given |
ενεργητική μετοχή | giving |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαgive (en)
- (μεταβατικό) δίνω, παρέχω κάτι σε κάποιον
- ⮡ She gave him two children.
- Του έκανε δυο παιδιά.
- ⮡ Give it another coat of paint.
- Να το περάσεις κι άλλο ένα χέρι χρώμα.
- ⮡ She gave him two children.
- (μεταβατικό) βγάζω, κάνω, παράγω κάτι, χρησιμοποιείται με ένα ουσιαστικό για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ενέργεια, δίνοντας την ίδια σημασία με το σχετικό ρήμα
- ⮡ I give a sigh/groan.
- Βγάζω αναστεναγμό/βογγητό.
- ⮡ I give a cry/moan.
- Βγάζω κραυγή/βόγκο.
- ⮡ They gave him a cool reception.
- Του έκαναν ψυχρή υποδοχή.
- ⮡ I give a sigh/groan.
- (μεταβατικό) βάζω, βαθμολογώ κάποιον ή κάτι
- ⮡ The teacher gave me a very good grade in math.
- Η δασκάλα μού έβαλε πολύ καλό βαθμό στα μαθηματικά.
- ⮡ The teacher gave me a very good grade in math.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- give - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, περνώ