ενεστώτας give
γ΄ ενικό ενεστώτα gives
αόριστος gave
παθητική μετοχή given
ενεργητική μετοχή giving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

give (en)

  1. (μεταβατικό) δίνω, παρέχω κάτι σε κάποιον
    ⮡  She gave him two children.
    Του έκανε δυο παιδιά.
    ⮡  Give it another coat of paint.
    Να το περάσεις κι άλλο ένα χέρι χρώμα.
  2. (μεταβατικό) βγάζω, κάνω, παράγω κάτι, χρησιμοποιείται με ένα ουσιαστικό για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ενέργεια, δίνοντας την ίδια σημασία με το σχετικό ρήμα
    ⮡  I give a sigh/groan.
    Βγάζω αναστεναγμό/βογγητό.
    ⮡  I give a cry/moan.
    Βγάζω κραυγή/βόγκο.
    ⮡  They gave him a cool reception.
    Του έκαναν ψυχρή υποδοχή.
  3. (μεταβατικό) βάζω, βαθμολογώ κάποιον ή κάτι
    ⮡  The teacher gave me a very good grade in math.
    Η δασκάλα μού έβαλε πολύ καλό βαθμό στα μαθηματικά.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  NODES
os 3