Ετυμολογία

επεξεργασία
glee < μέση αγγλική gle < αγγλοσαξονικά glēo, glīġ, glēow, glīw < πρωτογερμανική *glīwą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰlew- (“αστειεύομαι, χαίρομαι, διασκεδάζω”). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) χλεύη.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡliː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

glee (en)

  1. χαρά
  2. ευωχία, ευθυμία, διασκέδαση (ιδίως στα πλαίσια μιας γιορτής)
  3. μουσική
  4. τραγούδι (για τρεις ή περισσότερες φωνές)
  5. χαιρεκακία
  NODES