glee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- glee < μέση αγγλική gle < αγγλοσαξονικά glēo, glīġ, glēow, glīw < πρωτογερμανική *glīwą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰlew- (“αστειεύομαι, χαίρομαι, διασκεδάζω”). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) χλεύη.
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαglee (en)
- χαρά
- ευωχία, ευθυμία, διασκέδαση (ιδίως στα πλαίσια μιας γιορτής)
- μουσική
- τραγούδι (για τρεις ή περισσότερες φωνές)
- χαιρεκακία