gradually
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | gradually |
συγκριτικός | more gradually |
υπερθετικός | most gradually |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαgradually (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 811. ISBN 9780194325684., λήμμα: σταδιακός