handkerchief
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
handkerchief | handkerchiefs / handkerchieves |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhandkerchief (en)
- το μαντίλι/μαντήλι, κομμάτι από ύφασμα με το οποίο κάποιος σκουπίζει το πρόσωπό του ή φυσά τη μύτη του