hipoteko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipoteko | hipotekoj |
αιτιατική | hipotekon | hipotekojn |
hipoteko (eo)
- η υποθήκη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hipoteko | hipotekoj |
αιτιατική | hipotekon | hipotekojn |
hipoteko (eo)