hold
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hold | holds |
hold (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) το κράτημα, το πιάσιμο, η ενέργεια του κρατώ
- (αθλητισμός) η λαβή, το κράτημα, το πιάσιμο με ορισμένο τρόπο του αντιπάλου στην πάλη
- ⮡ He overpowered his opponent with a hold.
- Εξουδετέρωσε τον αντίπαλο με μια λαβή.
- ⮡ She immobilized him with a jiu-jitsu hold.
- Τον ακινητοποίησε με μια λαβή ζίου ζίτσου.
- ⮡ He was unable to escape his opponent's hold and the referee stopped the fight.
- Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το κράτημα του αντιπάλου του και ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα.
- ⮡ a strong/skilled hold - γερό/τεχνικό πιάσιμο
- ⮡ He overpowered his opponent with a hold.
- (μόνο ενικός) η επιρροή, η εξουσία, ο έλεγχος
- το στήριγμα, μέρος όπου μπορώ να βάλω τα χέρια ή τα πόδια μου όταν σκαρφαλώνω
- ⮡ The rock didn’t provide many holds for the climbers.
- Ο βράχος δεν πρόσφερε πολλά στηρίγματα στους ορειβάτες.
- ⮡ The rock didn’t provide many holds for the climbers.
- το αμπάρι, χώρος για τα μεταφερόμενα εμπορεύματα σε πλοίο ή αεροσκάφος
- ⮡ The holds filled with sea and the caïque began to sink.
- Τα αμπάρια γέμισαν θάλασσα και το καΐκι άρχισε να βουλιάζει.
- ⮡ The holds filled with sea and the caïque began to sink.
- το κράτημα, η ικανότητα του αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς στο έδαφος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | holds |
αόριστος | held |
παθητική μετοχή | held |
ενεργητική μετοχή | holding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
hold (en)
- κρατάω
- (μεταβατικό) χωράω, παίρνω, έχω αρκετό χώρο για κάτι ή κάποιον
- (μεταβατικό) κατέχω μια θέση
- ⮡ He holds a key position in the business/in the government.
- Κατέχει μια θέση κλειδί στην επιχείρηση/στην κυβέρνηση.
- ⮡ He holds a key position in the business/in the government.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'hold' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'hold' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- hold (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hold (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644, 984. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω, χωρώ