hot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | hot |
συγκριτικός | hotter |
υπερθετικός | hottest |
Επίθετο
επεξεργασίαhot (en)
- ζεστός, ζεσταίνομαι
- ⮡ The sand is very hot.
- Η άμμος είναι πολύ ζεστή.
- ⮡ I am getting very hot, open a window!
- Ζεσταίνομαι πολύ, άνοιξε ένα παράθυρο!
- ⮡ It’s sunny and it’s hot.
- Έχει ήλιο και κάνει ζέστη.
- ⮡ The sand is very hot.
- καυτερή γεύση