inflexible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | inflexible |
συγκριτικός | more inflexible |
υπερθετικός | most inflexible |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinflexible (en)
- (κακόσημο) άκαμπτος, που δεν μπορεί να αλλάξει ή να γίνει πιο κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ The company’s inflexible policy causes problems for the employees.
- Η άκαμπτη πολιτική της εταιρείας προκαλεί προβλήματα στους υπαλλήλους.
- ⮡ The company’s inflexible policy causes problems for the employees.
- (κακόσημο) άκαμπτος, αδιάλλακτος, για ανθρώπους ή οργανισμούς που δεν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τις απόψεις, τις αποφάσεις τους κτλ. ή τον τρόπο που κάνουν τα πράγματα
- ⮡ His inflexible stance in the negotiations made agreement difficult.
- Η άκαμπτη στάση του στις διαπραγματεύσεις δυσκόλεψε τη συμφωνία.
- ⮡ The opposition remained inflexible, rejecting every proposal of compromise.
- Η αντιπολίτευση παρέμεινε αδιάλλακτη, απορρίπτοντας κάθε πρόταση συμβιβασμού.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncompromising
- ⮡ His inflexible stance in the negotiations made agreement difficult.
- αλύγιστος, άκαμπτος, σκληρός και δεν λυγίζει
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inflexible | inflexibles |
Επίθετο
επεξεργασίαinflexible (fr) αρσενικό ή θηλυκό