Ετυμολογία

επεξεργασία
inside < in- + side

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός inside
συγκριτικός more inside
υπερθετικός most inside

inside (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός inside
συγκριτικός more inside
υπερθετικός most inside

inside (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inside insides

inside (en)

  Πρόθεση

επεξεργασία

inside (en) (και inside of)

  • μέσα (σε), στο εσωτερικό μέρος του κάτι
    ⮡  I went inside of the store.
    Μπήκα μέσα στο μαγαζί.
    ⮡  Come inside the room!
    Έλα μέσα στο δωμάτιο!
    ⮡  They took his car from inside the garage.
    Του πήραν το αυτοκίνητο μέσα από το γκαράζ.
     συνώνυμα:  in και into
     αντώνυμα:  out και outside
  NODES
INTERN 1