Ετυμολογία

επεξεργασία
loi < lei < λατινική lex, γενική legis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lwa/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
loi lois

loi (fr) θηλυκό

  NODES
Done 1