march
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
march | marches |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmarch (en)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | march |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marchs |
αόριστος | marched |
παθητική μετοχή | marched |
ενεργητική μετοχή | marching |
march (en)