Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marque marques

marque (fr) θηλυκό

  1. το σημάδι
  2. η μάρκα
  3. το σήμα
  NODES