messy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | messy |
συγκριτικός | messier |
υπερθετικός | messiest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmessy (en)
- ακατάστατος
- ⮡ a messy room - ακατάστατο δωμάτιο
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorderly
- ≠ αντώνυμα: neat
- βρόμικος, που κάνει κάποιον ή κάτι βρόμικο ή ακατάστατο
- ⮡ Painting the house is a messy job.
- Το βάψιμο του σπιτιού είναι βρόμικη δουλειά.
- ⮡ Painting the house is a messy job.
- (για καταστάσεις) ο δύσκολος ή ο δυσάρεστος να αντιμετωπιστεί
- ⮡ It’s a messy situation.
- Είναι μια δύσκολη κατάσταση.
- ⮡ It’s a messy situation.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη mess