παραθετικά
θετικός messy
συγκριτικός messier
υπερθετικός messiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
messy < mess + -y

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmes.i/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: messy
ομόηχο: Messi

  Επίθετο

επεξεργασία

messy (en)

  1. ακατάστατος
    ⮡  a messy room - ακατάστατο δωμάτιο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorderly
     αντώνυμα: neat
  2. βρόμικος, που κάνει κάποιον ή κάτι βρόμικο ή ακατάστατο
    ⮡  Painting the house is a messy job.
    Το βάψιμο του σπιτιού είναι βρόμικη δουλειά.
  3. (για καταστάσεις) ο δύσκολος ή ο δυσάρεστος να αντιμετωπιστεί
    ⮡  It’s a messy situation.
    Είναι μια δύσκολη κατάσταση.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη mess
  NODES