mimo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mimo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mimo | mimoj |
αιτιατική | mimon | mimojn |
mimo (eo)
- ο μίμος
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαmimo (pl) αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- συντάσσεται με γενική
Εκφράσεις
επεξεργασία- mimo swojej chęci: παρά την θέλησή του/της/τους
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmimo (pt)
- το δώρο