mud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η λάσπη, το παχύρρευστο μείγμα από χώμα και νερό
- ⮡ The road is covered with mud.
- Ο δρόμος είναι γεμάτος λάσπες.
- ⮡ She stepped in the mud and got her shoes dirty.
- Πάτησε στις λάσπες και λέρωσε τα παπούτσια της.
- ⮡ The road is covered with mud.