nacia
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nacia | naciaj |
αιτιατική | nacian | naciajn |
nacia (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nacia | naciaj |
αιτιατική | nacian | naciajn |
nacia (eo)