non-prolifération
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
non-prolifération | non-proliférations |
non-prolifération (fr) θηλυκό
- (πολιτική) ο περιορισμός μιας ποσότητας (λέγεται για τα πυρηνικά όπλα)
ενικός | πληθυντικός |
non-prolifération | non-proliférations |
non-prolifération (fr) θηλυκό