Ετυμολογία

επεξεργασία
online < on + line

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός online
συγκριτικός more online
υπερθετικός most online

online (en)

  1. (πληροφορική) ονλάιν, διαδικτυακός, επιγραμμικός, επί γραμμής, για δραστηριότητες ή υπηρεσίες που βρίσκονται στο διαδίκτυο
    ⮡  Europe is tightening its regulation of illegal online content.
    Η Ευρώπη αυστηροποιεί τον κανονισμό της στο παράνομο διαδικτυακό περιεχόμενο.
    ⮡  The online platforms to be covered by the regulation include online market places, online software application stores and/or online social media, as well as online search engines, irrespective of their place of establishment, provided they serve business users that are established within the EU and that they offer goods or services to consumers who are also located within the EU.
    Στις επιγραμμικές πλατφόρμες που καλύπτει ο κανονισμός περιλαμβάνονται οι επιγραμμικές αγορές, τα επιγραμμικά καταστήματα εφαρμογών λογισμικού και/ή τα επιγραμμικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και οι επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους, με την προϋπόθεση ότι εξυπηρετούν επιχειρηματικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι εντός της ΕΕ και ότι προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε καταναλωτές που επίσης βρίσκονται εντός της ΕΕ.
  2. (πληροφορική) σε σύνδεση, για άτομο που είναι συνδεδεμένο στο διαδίκτυο
    ⮡  The girl is online.
    Το κορίτσι είναι σε σύνδεση.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

online (en) (πληροφορική, χωρίς παραθετικά)

  1. δικτυακά, διαδικτυακά
    ⮡  I do my shopping online.
    Κάνω τις αγορές μου διαδικτυακά.
  2. βάζω, μπαίνω, θέτω κάτι σε λειτουργία
    ⮡  The new power plant went online.
    Το νέο εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος μπήκε σε λειτουργία.
  NODES
Done 1
Users 1