ono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ono | onoj |
αιτιατική | onon | onojn |
ono (eo)
- το κλάσμα
Σύνθετα
επεξεργασίαduono - triono - kvarono - kvinono - sesono - sepono - okono - naŭono - dekono - centono - milono
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαono (pl) ουδέτερο