orient
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
orient | orients |
orient (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | orient |
γ΄ ενικό ενεστώτα | orients |
αόριστος | oriented |
παθητική μετοχή | oriented |
ενεργητική μετοχή | orienting |
orient (en)
- προσανατολίζω
- ⮡ I can orient myself quickly in the city.
- Mπορώ να προσανατολιστώ γρήγορα μέσα στην πόλη.
- ⮡ I can orient myself quickly in the city.
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαorient (fr)