pellet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpellet (en)
- μικρών διαστάσεων κομμάτι από συμπιεσμένο υλικό (ξύλο, πλαστικό κλπ), πέλετ
- βλήμα αεροβόλου όπλου ή σκάγι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Pelletizing στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια
pellet (en)