Ετυμολογία

επεξεργασία
penna < λατινική pinna

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
penna penne

penna (it)

  1. στυλό
  2. (γαστρονομία) είδος ζυμαρικών



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

penna (sv)

  NODES
Done 1