Ετυμολογία

επεξεργασία
personne < λατινική persona

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔn/
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

personne (fr)

  1. κάποιος
  2. κανένας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
personne personnes

personne (fr) θηλυκό

  1. το πρόσωπο, το άτομο
  NODES
os 1