pielęgniarz
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | pielęgniarz | pielęgniarze |
γενική (dopełniacz) | pielęgniarza | pielęgniarzy |
δοτική (celownik) | pielęgniarzowi | pielęgniarzom |
αιτιατική (biernik) | pielęgniarza | pielęgniarzy |
οργανική (narzędnik) | pielęgniarzem | pielęgniarzami |
τοπική (miejscownik) | pielęgniarzu | pielęgniarzach |
κλητική (wołacz) | pielęgniarzu | pielęgniarze |
Ετυμολογία
επεξεργασία- pielęgniarz < pielęgnować
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpielęgniarz (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη pielęgnować