Ετυμολογία

επεξεργασία
pingo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyk-

pingo

  1. ζωγραφίζω
  2. χρωματίζω
  3. διακοσμώ, καλλωπίζω
  NODES
os 3