Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plante plantes

plante (fr) θηλυκό

  1. το φυτό
  2. το πέλμα
  3. (οικείο) το λάθος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • c'est une belle plante: είναι μια ομορφιά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη planter
  NODES