Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pose poses

pose (en)

  1. η πόζα, η στάση, συγκεκριμένη θέση στην οποία κάποιος στέκεται, κάθεται κτλ., ειδικά για να ζωγραφιστεί ή να φωτογραφηθεί
    ⮡  She struck poses in the mirror.
    Έπαιρνε πόζες μπροστά στον καθρέφτη.
    ⮡  Look at her pose in this photograph!
    Κοίταξε τη στάση της σ' αυτή τη φωτογραφία!
  2. (κακόσημο) η πόζα, τρόπος συμπεριφοράς που δεν είναι ειλικρινής και έχει σκοπό να εντυπωσιάσει ή να ξεγελάσει τους ανθρώπους
    ⮡  His socialism is a mere pose.
    Ο σοσιαλισμός του είναι καθαρή πόζα.
ενεστώτας pose
γ΄ ενικό ενεστώτα poses
αόριστος posed
παθητική μετοχή posed
ενεργητική μετοχή posing

pose (en)

  1. (μεταβατικό) δημιουργώ μια απειλή, πρόβλημα κτλ. που πρέπει να αντιμετωπιστεί
    ⮡  Unemployment poses many new problems.
    Η ανεργία δημιουργεί πολλά νέα προβλήματα.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) θέτω κάτι προς συζήτηση, κάνω μια ερώτηση, ειδικά αυτή που χρειάζεται σοβαρή σκέψη
    ⮡  I am simply posing a question.
    Απλώς θέτω ένα ερώτημα.
  3. (αμετάβατο) ποζάρω, παίρνω συγκεκριμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ
    ⮡  Would you like to pose for me?
    Θα 'θελες να ποζάρεις για μένα;
  4. (αμετάβατο) ποζάρω, παριστάνω κάποιον για να ξεγελάσω άλλους
    ⮡  He poses as a big businessman.
    Ποζάρει για μεγαλοεπιχειρηματίας.
    ⮡  She poses as a millionaire.
    Ποζάρει για εκατομμυριούχα.
    ⮡  He poses as an expert on Byzantine art.
    Παριστάνει τον ειδικό στη Βυζαντινή τέχνη.
  5. (αμετάβατο) ποζάρω, φέρομαι επιτηδευμένα
    ⮡  Don’t pose, I know very well who you are!
    Μην ποζάρεις, σε ξέρω καλά ποια είσαι!
    ⮡  She’s always posing.
    Είναι όλο πόζα.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pose poses

pose (fr) θηλυκό

  1. η πόζα
  2. η τοποθέτηση, η εγκατάσταση

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

pose (fr)

→ δείτε τη λέξη poser

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



  Επίρρημα

επεξεργασία

pose (io)

  NODES
Done 1