post
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
post | posts |
post (en)
- ο στύλος
- η θέση
- το ταχυδρομείο
- (διαδίκτυο) η ανάρτηση σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.
- ⮡ I didn’t share of his posts.
- Δεν κοινοποίησα καμία από τις αναρτήσεις του.
- ⮡ I didn’t share of his posts.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | post |
γ΄ ενικό ενεστώτα | posts |
αόριστος | posted |
παθητική μετοχή | posted |
ενεργητική μετοχή | posting |
post (en)
Πηγές
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- post < λατινική post
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαpost (eo)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpost (la)
- (με αιτιατική: πισω από κάποιον-κάτι)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpost (pl) αρσενικό
- η νηστεία
- (πληροφορική), (αργκό) η ανάρτηση (σε φόρουμ)