power point
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
power point | power points |
power point (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- AC power plugs and sockets στην αγγλική Βικιπαίδεια