Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
price prices

price (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας price
γ΄ ενικό ενεστώτα prices
αόριστος priced
παθητική μετοχή priced
ενεργητική μετοχή pricing

price (en)

  • (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως στην παθητική φωνή) τιμώμαι, τιμολογώ, καθορίζω την τιμή για κάτι σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο
    ⮡  The book is priced at one thousand euros.
    Το βιβλίο τιμάται χίλια ευρώ.
    ⮡  The market is already pricing in political risk.
    Πολιτικό ρίσκο τιμολογεί πλέον η αγορά.

Εκφράσεις

επεξεργασία
  NODES
Done 1