resolve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (μη μετρήσιμο) η αποφασιστικότητα
- ⮡ He lacks (the) resolve.
- Του λείπει η αποφασιστικότητα.
- ⮡ We must show great resolve and not buy unnecessary things.
- Πρέπει να δείξουμε μεγάλη αποφασιστικότητα και να μην αγοράσουμε περιττά πράγματα.
- ≈ συνώνυμα: determination
- ⮡ He lacks (the) resolve.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | resolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | resolves |
αόριστος | resolved |
παθητική μετοχή | resolved |
ενεργητική μετοχή | resolving |
resolve (en)
- επιλύω, ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
- ⮡ I resolve a problem.
- Επιλύω ένα πρόβλημα.
- ⮡ Things will resolve themselves.
- Θα ξεμπερδέψουν μόνα τους τα πράγματα.
- ⮡ Disagreements must be resolved by dialogue.
- Οι διαφωνίες πρέπει να λύνονται με το διάλογο.
- ⮡ They resolved their differences in court/with knives/with pistols.
- Έλυσαν τις διαφορές τους στα δικαστήρια/με τα μαχαίρια/με τα πιστόλια.
- ≈ συνώνυμα: figure out, fix, iron out, smooth out, solve και straighten out
- ⮡ I resolve a problem.
- αποφασίζω να πετύχω κάτι οπωσδήποτε
- αποφασίζω με μια επίσημη διαδικασία
- ⮡ Our committee resolved that…
- Η επιτροπή μας αποφάσισε ότι…
- ⮡ Our committee resolved that…
- αναλύω κάτι στα συστατικά του
Πηγές
επεξεργασία- resolve (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- resolve (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115, 604, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφασίζω, ξεμπερδεύω, τακτοποιώ