Ουσιαστικό

επεξεργασία

resolve (en) (επίσημο)

ενεστώτας resolve
γ΄ ενικό ενεστώτα resolves
αόριστος resolved
παθητική μετοχή resolved
ενεργητική μετοχή resolving

resolve (en)

  1. επιλύω, ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω, λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
    ⮡  I resolve a problem.
    Επιλύω ένα πρόβλημα.
    ⮡  Things will resolve themselves.
    Θα ξεμπερδέψουν μόνα τους τα πράγματα.
    ⮡  Disagreements must be resolved by dialogue.
    Οι διαφωνίες πρέπει να λύνονται με το διάλογο.
    ⮡  They resolved their differences in court/with knives/with pistols.
    Έλυσαν τις διαφορές τους στα δικαστήρια/με τα μαχαίρια/με τα πιστόλια.
     συνώνυμα:  figure out, fix, iron out, smooth out, solve και straighten out
  2. αποφασίζω να πετύχω κάτι οπωσδήποτε
    ⮡  I was resolved to teach myself English.
    Αποφάσισα να μάθω αγγλικά μόνος μουz
     συνώνυμα: determine
  3. αποφασίζω με μια επίσημη διαδικασία
    ⮡  Our committee resolved that…
    Η επιτροπή μας αποφάσισε ότι…
  4. αναλύω κάτι στα συστατικά του
  NODES