Ετυμολογία

επεξεργασία
resurso < resurs + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική resurso resursoj
αιτιατική resurson resursojn

resurso (eo)

la naturaj resursoj - οι φυσικοί πόροι
  NODES