ενεστώτας root out
γ΄ ενικό ενεστώτα roots out
αόριστος rooted out
παθητική μετοχή rooted out
ενεργητική μετοχή rooting out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις root και out

root out (en)

  NODES