ενεστώτας salvage
γ΄ ενικό ενεστώτα salvages
αόριστος salvaged
παθητική μετοχή salvaged
ενεργητική μετοχή salvaging

salvage (en)

  • διασώζω ένα πλοίο που έχει υποστεί μεγάλη ζημιά κτλ. από το να χαθεί τελείως· διασώζω εξαρτήματα ή περιουσία από κατεστραμμένο πλοίο ή από πυρκαγιά κτλ.
    ⮡  These are the only things we salvaged from the fire/from the shipwreck.
    Αυτά είναι τα μόνα πράγματα που διασώσουμε από τη φωτιά/από το ναυάγιο.
  NODES