samseksemulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sam.sek.seˈmu.lo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samseksemulo | samseksemuloj |
αιτιατική | samseksemulon | samseksemulojn |
samseksemulo (eo)