Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shed sheds

shed (en)

ενεστώτας shed
γ΄ ενικό ενεστώτα sheds
αόριστος shed
παθητική μετοχή shed
ενεργητική μετοχή shedding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shed (en)

  1. αποβάλλω κάτι περιττό ή ανεπιθύμητο
  2. (επίσημο) ρίχνω, βγάζω ρούχα
    ⮡  I shed my clothes.
    Ρίχνω τα ρούχα μου.
  3. ρίχνω, βγάζω, αποβάλλω το δέρμα μου ή τα φύλλα μου
    ⮡  Snakes shed their skins.
    Τα φίδια ρίχνουν το δέρμα τους.
    ⮡  Most trees shed their leaves in the fall.
    Τα περισσότερα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο.
    ⮡  a sweater that sheds a lot of fluff - πουλόβερ που βγάζει πολύ χνούδι
  4. ρίχνω, πετώ κάτι προς τα κάτω
  5. ξεφορτώνω
  6. χύνω υγρό, αίμα, δάκρυα, φως
  7. Μαδάω

Εκφράσεις

επεξεργασία
  NODES
os 3