- (μεταβατικό και αμετάβατο) μουλιάζω, εμποτίζω, μουσκεύω, βουτάω κάτι σε υγρό για λίγο για να γίνει τελείως υγρό ή να μαλακώσει
- ⮡ Soak the clothes before washing them.
- Nα τα μουλιάσεις τα ρούχα πριν τα πλύνεις.
- ⮡ My hands were soaked from so many hours in the sea.
- Mούλιασαν τα χέρια μου τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.
- ⮡ I soak the cotton in alcohol.
- Εμποτίζω το βαμβάκι με οινόπνευμα.
- ⮡ Give the sheets a good soak overnight.
- Βάλε τα σεντόνια αποβραδίς να μουσκέψουν καλά.
- (μεταβατικό) μουσκεύω, καταβρέχω, περνάω, κάνω κάποιον ή κάτι τελείως βρεγμένο
- ⮡ He soaked his face in the clear stream.
- Μούσκεψε το πρόσωπό του στο καθαρό ρυάκι.
- ⮡ We got caught in the shower and were soaked.
- Μας έπιασε η μπόρα και μουσκέψαμε για καλά.
- ⮡ You are soaked! Go and change!
- Είσαι μουσκεμένος! Πήγαινε ν' αλλάξεις!
- ⮡ We couldn’t find a place to shelter from the rain and got soaked.
- Δε βρήκαμε μέρος να φυλαχτούμε από τη βροχή και καταβρεχτήκαμε.
- ⮡ The rain soaked us to the skin.
- Η βροχή μας πέρασε ως το κόκκαλο.
- ≈ συνώνυμα: drench
- (αμετάβατο) περνάω, για υγρό, μπαίνω ή περνάω από κάτι
- ⮡ The rain soaked through the roof.
- Η βροχή πέρασε τη στέγη.