souillure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
souillure | souillures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsouillure (fr) θηλυκό
- (σπάνιο) λεκές, βρόμα
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ταπείνωση, ατιμία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη souiller
ενικός | πληθυντικός |
souillure | souillures |
souillure (fr) θηλυκό