stake
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stake | stakes |
stake (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stakes |
αόριστος | staked |
παθητική μετοχή | staked |
ενεργητική μετοχή | staking |
stake (en)
- παίζω, ρισκάρω χρήματα ή κάτι σημαντικό για το αποτέλεσμα κάτι
- ⮡ I staked 5 euros on a horse.
- Έπαιξα 5 ευρώ σ' ένα άλογο.
- ⮡ I’d stake my life on it.
- Θα έπαιζα και το κεφάλι μου.
- ⮡ I’d stake my all on it.
- Θα έπαιζα ό,τι τι έχω και δεν έχω σ' αυτό.
- ⮡ I staked 5 euros on a horse.
- υποστηρίζω με πασσάλους
- ⮡ I am staking the plants.
- Υποστηρίζω τα φυτά με πασσάλους.
- ⮡ I am staking the plants.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- stake (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stake (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 840. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμφέρον