Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stake stakes

stake (en)

  • το μερίδιο, το συμφέρον, τα χρήματα που κάποιος επενδύει σε μια εταιρεία
    ⮡  I have a stake in the business.
    Έχω μερίδιο/συμφέρον στην επιχείρηση.
     συνώνυμα: share
ενεστώτας stake
γ΄ ενικό ενεστώτα stakes
αόριστος staked
παθητική μετοχή staked
ενεργητική μετοχή staking

stake (en)

  1. παίζω, ρισκάρω χρήματα ή κάτι σημαντικό για το αποτέλεσμα κάτι
    ⮡  I staked 5 euros on a horse.
    Έπαιξα 5 ευρώ σ' ένα άλογο.
    ⮡  I’d stake my life on it.
    Θα έπαιζα και το κεφάλι μου.
    ⮡  I’d stake my all on it.
    Θα έπαιζα ό,τι τι έχω και δεν έχω σ' αυτό.
  2. υποστηρίζω με πασσάλους
    ⮡  I am staking the plants.
    Υποστηρίζω τα φυτά με πασσάλους.

Παράγωγα

επεξεργασία
  NODES