Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
station stations

station (en)

  • ο σταθμός
    ⮡  a railway station - σιδηροδρομικός σταθμός
ενεστώτας station
γ΄ ενικό ενεστώτα stations
αόριστος stationed
παθητική μετοχή stationed
ενεργητική μετοχή stationing

station (en)

  1. τοποθετώ, στέλνω κάποιον, ειδικά από το στρατό, να δουλέψει σε ένα μέρος για ένα χρονικό διάστημα
    ⮡  They stationed the officer in the unit.
    Τοποθέτησαν τον αξιωματικό στην μονάδα.
  2. (επίσημο) τοποθετώ, πάω κάπου και στέκομαι ή κάθομαι εκεί, ειδικά για να περιμένω κάτι· στέλνω κάποιον να το κάνει αυτό
    ⮡  He stationed himself behind a tree.
    Τοποθετήθηκε πίσω από ένα δέντρο.
    ⮡  They will station guards by the stairs.
    Θα τοποθετήσουν φρουρούς στη σκάλα.



      ενικός         πληθυντικός  
station stations

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (fr) θηλυκό

  1. ο σταθμός
  2. η στάση



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (da)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (nl) ουδέτερο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

station (sv)

  NODES
Done 1