Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
strain strains

strain (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, πίεση σε ένα σύστημα ή μια σχέση επειδή τίθενται μεγάλες απαιτήσεις από αυτό
    ⮡  Small print is a strain on the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η καταπόνηση, η ένταση, η ψυχική πίεση ή ανησυχία που αισθάνεται κάποιος επειδή έχει πάρα πολλά να κάνει· κάτι που προκαλεί αυτή την πίεση
    ⮡  mental strain - ψυχική καταπόνηση
    ⮡  the strain of modern life - η ένταση της σύγχρονης ζωής
    ⮡  the strain of work - η πίεση της δουλειάς
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το τέντωμα, η πίεση που ασκείται σε κάτι όταν μια φυσική δύναμη το τεντώνει, το σπρώχνει ή το τραβάει
    ⮡  The rope broke under the strain.
    Το σκοινί έσπασε από το τέντωμα.
    ⮡  That beam bears a heavy strain.
    Αυτό το δοκάρι δέχεται μεγάλη πίεση.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εξάρθρωση
    ⮡  a shoulder blade strain - εξάρθρωση ωμοπλάτης
  5. ένα συγκεκριμένο είδος φυτού ή ζώου. ή μια συγκεκριμένη ασθένεια που προκαλείται από βακτήρια κτλ.
    ⮡  a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα
  6. (συνήθως ενικός) η ροπή, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή μιας ομάδας, ή μια ιδιότητα του τρόπου του
    ⮡  There’s a criminal strain in him.
    Έχει μια ροπή προς το έγκλημα μέσα του.
ενεστώτας strain
γ΄ ενικό ενεστώτα strains
αόριστος strained
παθητική μετοχή strained
ενεργητική μετοχή straining

strain (en)

  1. (μεταβατικό) καταπονώ, ζορίζω, τραυματίζομαι ή τραυματίζω ένα μέρος του σώματός μου κάνοντας το να δουλέψει πολύ σκληρά
    ⮡  His eyes have been strained from the nighttime studying.
    Τα μάτια του έχουν καταπονηθεί από τη νυχτερινή μελέτη.
    ⮡  Small print strains the eyes.
    Τα μικρά στοιχεία ζορίζουν τα μάτια.
     συνώνυμα: stress
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγομαι, προσπαθώ να κάνω κάτι με όλη μου την ψυχική ή σωματική δύναμη
    ⮡  He’s straining to poop.
    Σφίγγεται για να ενεργηθεί.
  3. (μεταβατικό) ζορίζω, προσπαθώ να κάνω κάτι να κάνει περισσότερο από αυτό που μπορεί να κάνει
    ⮡  Strain the motor and you will break it.
    Το ζορίζεις το μοτέρ και θα χαλάσει.
  4. (μεταβατικό) σουρώνω, περνάω κάτι από το σουρωτήρι, βάζω φαγητό μέσα από κάτι με πολύ μικρές τρύπες για να διαχωρίσω το στερεό από το υγρό μέρος
    ⮡  I am straining the macaroni/the soup.
    Σουρώνω τα μακαρόνια/τη σούπα.
    ⮡  I am straining the tomato.
    Περνάω τη ντομάτα από το σουρωτήρι.
  NODES