suko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suko | sukoj |
αιτιατική | sukon | sukojn |
suko (eo)
- ο χυμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suko | sukoj |
αιτιατική | sukon | sukojn |
suko (eo)