ενικός         πληθυντικός  
supporter supporters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

supporter (en)

  1. υποστηρικτής
  2. (εραλδική) υποστηρικτής, πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο, που συνήθως τοποθετούνται σε κάθε πλευρά ενός θυρεού, και απεικονίζονται να τον κρατούν



  Ετυμολογία

επεξεργασία
supporter (ρήμα) < λατινική supportare
supporter (ουσιαστικό) < αγγλική supporter

  Προφορά

επεξεργασία
 

supporter (fr)

  1. υποστηρίζω
  2. ανέχομαι
  3. αντέχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
supporter supporters

supporter (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

και

  NODES