supporter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supporter | supporters |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsupporter (en)
- υποστηρικτής
- (εραλδική) υποστηρικτής, πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο, που συνήθως τοποθετούνται σε κάθε πλευρά ενός θυρεού, και απεικονίζονται να τον κρατούν
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- supporter (ρήμα) < λατινική supportare
- supporter (ουσιαστικό) < αγγλική supporter
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsupporter (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supporter | supporters |
supporter (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίακαι