tablotuko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tablotuko | tablotukoj |
αιτιατική | tablotukon | tablotukojn |
tablotuko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tablotuko | tablotukoj |
αιτιατική | tablotukon | tablotukojn |
tablotuko (eo)