tordu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tordu | tordus |
θηλυκό | tordue | tordues |
tordu (fr)
- στραβός
- διαστρεβλωμένος, στρεβλός, διεστραμμένος
- (μεταφορικά) παράξενος, μπερδεμένος
- (οικείο) τρελός, ψώνιο
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαtordu (eo)
- προστακτική του ρήματος tordi