vacances
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvacances (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- Je pars en vacances - Πάω διακοπές
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvacances (ca)
vacances (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
vacances (ca)