Δείτε επίσης: Vase

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɑːz/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /veɪs/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vase vases

vase (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. vase < vez < λατινική vas, αγγείο
  2. vase < voyse < ολλανδική wase, που έδωσε το γκαζόν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vɑːz/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vase vases

vase (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vase (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  NODES