ενικός         πληθυντικός  
victim victims

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

victim (en)

  • το θύμα
    ⮡  The victim was in very critical condition.
    Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
    ⮡  The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο γυναικών.
  NODES